- εμπυρευματοθήκη
- η воен, полка (затвора)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπυρευματοθήκη — η (πυροβ.) δερμάτινη θήκη όπου τοποθετούσαν τα εμπυρεύματα τών παλιών βραδυβόλων πυροβόλων … Dictionary of Greek